Στον Κύριο να εμπιστεύεσαι μ’ όλη σου την καρδιά και στη δική σου σύνεση να μη στηρίζεσαι. Ό,τι κι αν κάνεις αυτόν να σκέφτεσαι και θα εξομαλύνει αυτός τους δρόμους σου.
Ευλογημένος όμως είν’ ο άνθρωπος που ελπίζει σ’ εμένα και μ’ εμπιστεύεται. Θα είναι σαν το δέντρο το φυτεμένο κοντά στα νερά· απλώνει τις ρίζες του προς το ποτάμι και δε φοβάται όταν έρχεται ο καύσωνας αλλά μένουν τα φύλλα του καταπράσινα· αδιαφορεί για τον καιρό της ξηρασίας κι αδιάκοπα καρποφορεί.
Όταν περνάς απ’ τα νερά, εγώ θα ’μαι μαζί σου· κι όταν περνάς ποτάμια, δε θα καταποντίζεσαι. Όταν μέσ’ από τη φωτιά βαδίζεις, δε θα καίγεσαι· οι φλόγες της δε θα σε αποτεφρώσουν.
Απ’ το πρωί κάνε να νιώσω την αγάπη σου, γιατί σ’ εσένα ελπίζω· μάθε μου, Κύριε, το δρόμο που πρέπει να πορεύομαι, γιατί σ’ εσένα τη ζωή μου εμπιστεύτηκα.
Όποιος κάτω απ’ τη στέγη του Υψίστου κατοικεί, όποιος στου Παντοκράτορα τον ίσκιο διαμένει, ας λέει στον Κύριο: «Κρησφύγετο και φρούριό μου είν’ ο Θεός μου που σ’ αυτόν ελπίζω».
Ό,τι όμως ζητάτε να το ζητάτε με πίστη, και να μην έχετε αμφιβολίες. Γιατί όποιος αμφιβάλλει, μοιάζει με το κύμα της θάλασσας, που το παρασέρνει ο άνεμος και το πηγαίνει εδώ κι εκεί.
Κοιτάξτε τα πουλιά που δε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συνάζουν αγαθά σε αποθήκες, κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει· εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο απ’ αυτά.
Έτσι κι όλες τις δικές σας ανάγκες θα τις καλύψει ο Θεός μου σύμφωνα με τον πλούτο του, που μας χαρίζει δια του Ιησού Χριστού, για να δοξάζεται η αγαθότητά του.
Κι εμείς γνωρίζουμε πια την αγάπη, που μας έχει ο Θεός κι εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας σ’ αυτήν. Ο Θεός είναι αγάπη· κι όποιος ζει μέσα στην αγάπη, ζει μέσα στο Θεό, κι ο Θεός μέσα σ’ αυτόν.
Πόσο μεγάλη, Κύριε, η αγαθότητά σου, που τη φυλάς για κείνους που σε σέβονται! Όλοι μπορούν να δουν πως τη χαρίζεις σ’ εκείνους που σ’ εσένα ελπίζουνε.
Διερεύνησέ με, Θεέ, και μάθε την καρδιά μου· δοκίμασέ με και γνώρισε τις σκέψεις μου. Δες αν ακολουθώ ένα δρόμο άνομο· κι οδήγησέ με στης αιώνιας ζωής το δρόμο.